καλοτελειώνω

καλοτελειώνω
καλοτέλειωσα, καλοτελειώθηκα, καλοτελειωμένος, τελειώνω κάτι καλά, φέρνω σε καλό πέρας: Την καλοτέλειωσε την οικοδομή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”